οδοιπόρος

οδοιπόρος
ο
αυτός που πορεύεται, αλλ. στρατοκόπος, στρατηλάτης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὁδοιπόρος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οδοιπόρος — ο (Α ὁδοιπόρος) 1. αυτός που διανύει πεζός μια απόσταση, αυτός που κάνει οδοιπορία 2. παροιμ. φρ. «ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει λέγεται για να δηλώσει ότι η παράβαση τών κανόνων τής νηστείας στους ασθενείς και στους οδοιπόρους… …   Dictionary of Greek

  • ὁδοιπόροις — ὁδοίπορος wayfarer masc dat pl ὁδοιπόρος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδοιπόροισιν — ὁδοίπορος wayfarer masc dat pl (epic ionic aeolic) ὁδοιπόρος masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδοιπόρου — ὁδοίπορος wayfarer masc gen sg ὁδοιπόρος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδοιπόρους — ὁδοίπορος wayfarer masc acc pl ὁδοιπόρος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδοιπόρων — ὁδοίπορος wayfarer masc gen pl ὁδοιπόρος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδοιπόρῳ — ὁδοίπορος wayfarer masc dat sg ὁδοιπόρος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδοιπόρε — ὁδοιπόρος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδοιπόροι — ὁδοιπόρος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”